- καταπισσώ
- καταπισσῶ, -όω και αττ. τ. καταπιττῶ, -όω (Α)1. καλύπτω με πίσσα, πισσώνω2. μτφ. χρωματίζω κάποιον με μαύρο χρώμα, μαυρίζω3. αλείφω με πίσσα και καίω κάποιον για τιμωρία4. αλείφω με πίσσα το δέρμα για να κάνω αποτρίχωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πισσῶ «πισσώνω» (< πίσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.